Κριτική του ποιητή Σταύρου Σταμπόγλη στο τεύχος 50 του περιοδικού Μανδραγόρας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ
«ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΑΝΤΙΛΟΠΕΣ»

Μόλις άνοιξα τις «ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΑΝΤΙΛΟΠΕΣ», την πρώτη συλλογή της ποιήτριας Χαράς Ναούμ, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ 2013, κατάλαβα πως έχω καταπιαστεί με ώριμο έργο. Ποίηση που ήδη έχει διαμορφώσει μανιέρα. Ποίηση που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει γυναικεία μόνο αν βιάζεται για συμπεράσματα. Υπάρχει βέβαια το μάτι της γυναίκας παντού, αλλά η λεπτή ειρωνεία, η δύναμη της έκφρασης και η οργή συντρίβουν κάθε διάθεση για ταμπέλλες. Σκέπτομαι ένα λαχανιασμένο αιλουροειδές να ψιθυρίζει… «Κάθε που χαράζει οι κεραίες μου διαστέλλονται/Εκπέμπουν στα γειτονικά περβάζια/Εκπνέω καυσαέριο στα πλουμιστά περίστροφα των εκδορέων/Φυλακίζω ένα σπουργίτι στα στήθη μου/Το θηλάζω το κοιμίζω/Φτύνω τη γλώσσα των σαλιγκαριών-των εθισμένων γενικώς σε χειμέρια νάρκη…», (σελ 11).
Ελλειπτική γραφή, μικρές προτάσεις, σφιχτά νοήματα στα όρια του υπερρεαλισμού αλλά όχι υπερρεαλισμός, πλούτος λεξιλογίου. Μια γραφή διάφανη που βυθίζεται στο σώμα, καταμετρά στοιβάδα προς στοιβάδα, ανατρέχει επίπεδο προς επίπεδο και βγάζει στον αέρα αλήθεια.
Μας λέει η Χαρά Ναούμ πως η πραγματικότητα είναι μια εικόνα που αποτελείται από επάλληλες αίθουσες με συμβάντα. Κοινά σημεία οι μύριες αντιφάσεις, η οδύνη, η αγωνία. Η Χαρά Ναούμ δεν είναι απλός φωτογράφος. Είναι χαράκτης με δυνατό χέρι καταπάνω στο χαρτί. Αφαιρεί όγκο και προβάλει λεπτομέρειες αφού τις σμιλεύσει στο μάτι και στα σωθικά. Συχνά μας κοιτά σαν παρατηρητής πουλιών. Υπονοεί πίσω απ΄ τις γραμμές ότι η σιωπή της γραφής διαθέτει τη θεραπευτική ιδιότητα μιας κραυγής. Άλλοτε παράγει εικόνες από δικά μας όνειρα καθώς ατμοποιούνται. Μας ξέρει καλά, ίσως γιατί βυθίζεται συχνά εντός της. Ο λόγο της τονίζει πως ελάχιστα έχουν ειπωθεί και οι λέξεις δεν είναι παρά εφεδρείες ελπίδας. Πως οι ελπίδες είναι κοινός πλούτος. Πως η μοναξιά σημαίνει την πάνδημη συντριβή. Πως αν η συντριβή είναι το βέβαιο η κίνηση είναι το απόλυτο.
«Κάποτε τους παρατηρώ να σιγοτραγουδούν/καπνίζοντας μια φευγαλέα ανάμνηση καπνού/Οι διαδρομές έχουν ένα παράξενο άλλοθι/κι οι επιβάτες συλλαβίζουν ακατάπαυστα/μια ιδανική σωτήρια μοναξιά…», ( ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ ή ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ).
Αλλού παρακολουθώντας τα ποτάμια της αιματοχυσίας ντρέπεται για το μάτι της. Φοβάται τις λέξεις της. Φοβάται για τον στόχο των στίχων της. Λες και αμφιβάλλει για το δικαίωμα της να αποτυπώνει, να αφαιρεί. Λες και δεν είναι βέβαιη για την κάθαρση που επιφέρουν τα ποιήματα της. Ορίζει τις ευθύνες της η ίδια. Αναρωτιέται για την προφητική ικανότητα της. Υπάρχει μια τάση αυτολογοκρισίας στη γραφή της. Όχι όμως γιατί κάτι θέλει να μας κρύψει αλλά επειδή έχει την ευγένεια και την φιλοδοξία να μας βάλει στο παιχνίδι. Σχεδόν πίσω από τις γραμμές την ακούω να μας προτρέπει… βυθιστείτε στην ανάγκη, κατανοήστε την ανάγκη, νοιώστε την άλλη στιγμή.
«Μεσάνυχτα/Κλωσάω ραγισμένα ποιήματα/Όταν χειμωνιάζει φοβάμαι/μην ξεπεταχτούν πρόωρα από τ΄ αυγό τους/να ξενιτευτούν στο κρύο…», «…Οι ώμοι μου/πλωτές διώρυγες /πέρασμα ακρωτηριασμών». (ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΟ, σελ. 13).
Άλλοτε από μια εικόνα στήνει την επόμενη σκηνή προφητεύοντας.
«Βγαίνω απ΄ την τσέπη μου/το παγωμένο εκείνο βράδυ/Βγαίνω ανυποψίαστη/και τους κοιτώ να μ΄ αποκεφαλίζουν… Άπνοια τόσων χιλιομέτρων/Σύρθηκε ως την τσέπη μου λυγμός/ Η πείνα αναγραμματισμένη πενία/είπα…». (LE SPLEEN DU PROMENEUR SANS TETE, σελ. 14).
Οι άγριες αντιλόπες αντιλαμβάνονται το νερό ως έννοια ζωής εκεί στα βάθη της ξηρασίας, όπου με τις Μεταφορές και τις Παρομοιώσεις σηματοδοτείται ο λαβύρινθος. Τόπος που θυμίζει πίνακα Ιερώνυμου Μπος
«Τα ψάρια –χρυσόψαρα-/αιωρούνταιι πάνω απ΄ τους νυχτερινούς περαστικούς/η πόλη γυάλα σέρνεται ερπετό/κι οι φάσεις του φεγγαριού/μας περιζώνουν αλυσιδωτά… Χαρακίρι/είπαν/σε δημόσιο χώρο», (ALBE
DO, σελ.16).
Έτσι αναδύεται αγάπη. Για τις πατρίδες και τους μάρτυρες του κόσμου. Ο κόσμος όλος μια αυλή. Ο κόσμος όλος ένα παράθυρο στην οδύνη. Η ποιητική της Χαράς Ναούμ στηρίζεται στο γενικό, τραγουδώντας το ειδικό.
«Κι όποτε πότισα εκείνο το τριαντάφυλλο/ποτίστηκαν μαζί/οι εσταυρωμένοι/Κάτω απ΄ το περβάζι μου/Γιατί τι άλλο είναι τα ποιήματα/Από χιλιάδες χέρια/που τεντώνονται αιμόφυρτα/από λουλούδι σε λουλούδι».(ΕΣ ΑΕΙ, σε. 17).
Σημειώνω κάποιους εξαίρετους στίχους έτσι σαν ένα γλυκό δόλωμα για να βγούμε απ΄ το θαλάμι μας.
«Γυναίκα από μάνα και πατέρα/ξεσκονίζει φτερά/Ζευγαρώνει μ΄ άνδρες αερικά/Γερνά Σαπίζει/Να το θυμάστε όταν μυρίζετε ευκάλυπτο ή γιασεμί», «…είναι μια μοναξιά/με άδειες κόγχες/Ανεπίδεκτη ματιών», «Ξέρω τι πάει να πει /χέρι γυμνό/και χέρι κουμπωμένο ως το λαιμό», «Τόσα διασκορπισμένα βράχια μέσα σε ένα κόκκο άμμου…».
Τελειώνοντας, η ποίηση της Χαράς Ναούμ είναι ποίηση «ελέω θεού», ότι και να σημαίνει αυτό. Αλλά κατά τη γνώμη μου σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένη σ΄ όλη τη ζωή της να καλλιεργεί κάτι που της δόθηκε. Ευχαριστώ τη Χαρά κυρίως ως άριστο καλλιεργητή.